Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Παρουσίαση βιβλίου Δρος Ιωάννη Παπαφλωράτου: “Ο Eλληνισμός της βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα”

 Της Αθηνάς Κρεμμύδα* - 18/03/2018

Με ιδιαίτερη χαρά, τιμή και συγκίνηση, ως Ηπειρώτισσα, απεδέχθην την πρόταση του καθηγητού Δρος Ιωάννη Παπαφλωράτου να παρουσιάσω το βιβλίο του υπό τον τίτλο «Ο Ελληνισμός της βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα». Ο συγγραφέας ευελπιστεί να μεταφέρει στην σημερινή γενιά, αλλά και τις επερχόμενες, τον ενιαίο χαρακτήρα της Ηπείρου, τον εθνικό παλμό και τον μεγαλειώδη αγώνα σύσσωμου του ελληνισμού για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων της βορείου Ηπείρου και την ένωση τους με την Ελλάδα. Η έρευνα, η μελέτη και η ορθή αξιολόγηση του ιστορικού υλικού αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωση αυτού του πονήματος. Η  αναδρομή σε μεγάλες  χρονικές περιόδους και η έκταση του περιεχομένου του βιβλίου καθόρισαν και την δομή του, καθώς ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη μελέτη της ιστορίας της βορείου Ηπείρου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια στα οποία καταγράφονται γνωστά και άγνωστα γεγονότα που συνθέτουν την πλούσια ιστορία του ελληνισμού της Ηπείρου.
 
Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην ιστορία της ενιαίας Ηπείρου, στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της όπως επίσης στον βίο και τον πολιτισμό των κατοίκων της που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της περιοχής, από αρχαιοτάτων χρόνων, μέσα από επιστημονικές μελέτες και ιστορικά έγγραφα. Επίσης, περιγράφεται η προσπάθεια επιβίωσης του ηπειρωτικού ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.

 Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, η απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου το 1912-1913 και οι συνεχείς ιταλικές μεθοδεύσεις που αποσκοπούσαν στην προσπάθεια ελέγχου της περιοχής αποτελούν το αντικείμενο μελέτης του 2ου κεφαλαίου.

Το 3ο κεφάλαιο του έργου πραγματεύεται την δημιουργία του βορειοηπειρωτικού ζητήματος, την σύσταση του αλβανικού κράτους ως ικανοποίηση των συμφερόντων κυρίως δυο εκ των Μεγάλων Δυνάμεων, κατά παράβαση όλων των αρχών και κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και την εκκένωση της βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό.

Στο 4ο κεφάλαιο περιγράφεται η εξέγερση των βορειοηπειρωτών εναντίων της αποφάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων να εκχωρήσουν την περιοχή τους στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, γεγονός που οδήγησε στην συγκρότηση της «Προσωρινής Κυβερνήσεως της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου». Οι νίκες του Αυτονομιακού Στρατού εναντίον των αλβανικών τμημάτων οδήγησαν στη σύναψη ανακωχής και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας που παρείχε αυτονομία στις επαρχίες της βορείου Ηπείρου.

Τα πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τύχη της βορείου Ηπείρου από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον στο 5ο κεφάλαιο.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφεται η περίοδος από το 1940 έως σήμερα. Άγνωστες πτυχές της νεότερης ιστορίας έρχονται στο φως από τον συγγραφέα προσελκύοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το έργο του κ. Παπαφλωράτου αποτελεί μια σημαντική πηγή γνώσης για όλους τους Έλληνες, κυρίως για την νέα γενιά, καθώς οι ιστορικές μνήμες, όπως μεταφέρονται από τον συγγραφέα, είναι οι φάροι που προφυλάσσουν από καινούρια ναυάγια και εθνικές συμφορές. Επίσης, είναι η συνάντηση παρελθόντος και παρόντος με σκοπό την κατάκτηση του μέλλοντος. Η Ήπειρος, ως κοιτίδα του αρχαίου ελληνισμού, διαθέτει μία πλούσια και μακραίωνη ιστορία την οποία όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε.             

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η ιστορία της Ηπείρου ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα του ελληνισμού. Από αρχαιοτάτων χρόνων, η Ήπειρος ήταν ιστορικά, εθνολογικά και γεωγραφικά ενιαία και αδιαίρετη. Αυτό αποδεικνύεται από πλήθος ιστορικών στοιχείων, αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο τονίζοντας έτσι τον ενιαίο χαρακτήρα της Ηπείρου και αποτελώντας αδιάψευστα στοιχεία για της μετέπειτα αδικίες που επακολούθησαν.

Ο διαχωρισμός της σε νότια και βόρεια Ήπειρο, όπως ορθώς αναφέρει ο συγγραφέας, είναι καθαρά τεχνικό κατασκεύασμα της ξένης διπλωματίας που έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τους γεωγράφους της εποχής, τα όρια της Ηπείρου έφταναν μέχρι τον Γενούσιο ποταμό ή και βορειότερα μέχρι την Επίδαμνο.


Στο βιβλίο περιγράφεται ο κοινός βίος όλων των Ηπειρωτών όπως η συμμετοχή τους σε πολιτιστικές, αθλητικές και θρησκευτικές τελετές αλλά και στην σπουδαία ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Δεν θα μπορούσε βεβαίως ο συγγραφέας να παραλείψει και την εποχή του βασιλέως Πύρρου όταν η Ήπειρος γνώρισε το απώτατο όριο της ακμής της.

Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Ηπείρου είναι ο εκχριστιανισμός των Ηπειρωτών με δικούς τους μάρτυρες ανάμεσα τους και βορειοηπειρώτες, οι οποίοι αναφέρονται στο βιβλίο.

Αξίζει όμως μέσα από αυτή την ιστορική μελέτη να μάθει κανείς πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα αλβανικά φύλα στην βόρεια Αλβανία και πότε οι Γκέγκηδες  στην Ήπειρο, αποκρούοντας έτσι τα σημερινά αλυτρωτικά επιχειρήματα των Αλβανών.

Η εποχή της τουρκοκρατίας στην Ήπειρο από τα μέσα του 15ου αιώνα θα σηματοδοτήσει μία ολόκληρη εποχή εξελίξεων, οι οποίες καθόρισαν τελικά και την τύχη των Ηπειρωτών στο μέλλον. Σημαντική προσωπικότητα αντίστασης κατά των Τούρκων αναδεικνύεται ο Γεώργιος Καστριώτης του οποίου πουθενά δεν αποδεικνύεται η αλβανική καταγωγή σύμφωνα με πηγές και μαρτυρίες που ο συγγραφέας καταγράφει στο βιβλίο.

Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, ο βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από τα μοναστήρια, τις βιβλιοθήκες, τα εκπαιδευτήρια και άλλα μορφωτικά ιδρύματα. Επίσης, βορειοηπειρώτες έλαβαν μέρος στα Ορλωφικά και το κίνημα του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου Φιλοσόφου, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου και έχει ιδιαίτερη σημασία.

Σημαντική υπήρξε και η προσφορά των βορειοηπειρωτών στην Φιλική Εταιρία και στην επανάσταση του 1821 όπου πολλοί β/τες διακρίθηκαν. Στο βιβλίο θα διαβάσετε τα ονόματα ορισμένων εξ αυτών.

Στις 30 Οκτωβρίου 1828, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε όπως συμπεριληφθεί και η βορ. Ήπειρος στο υπό σύσταση Ελληνικό κράτος με επιστολή διαμαρτυρίας στα μέλη της Διασκέψεως των Πρεσβευτών. Τελικά, ολόκληρη η Ήπειρος παρέμεινε εκτός των ορίων του Ελληνικού βασιλείου για να επανέρθει ξανά το θέμα στο προσκήνιο με αφορμή τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο 1877-78. Το διπλωματικό παρασκήνιο που ανάγκασε την Ελλάδα να εξέλθει της ουδετερότητας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποκαλύπτει για πρώτη φόρα τις βλέψεις των Ιταλών για την Ήπειρο,και τα συνεχή προσκόμματα της Ρώμης για την απελευθέρωση της. Ο ρόλος της Ιταλίας και η προσπάθεια διεισδύσεώς της στην Ήπειρο περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον συγγραφέα, παραθέτοντας στοιχεία, ημερομηνίες και γεγονότα που αποδεικνύουν το διαχρονικό ενδιαφέρον της Ιταλίας για τα παράλια της Ηπείρου. Η πολιτική της Ρώμης ξεσήκωσε τους Ηπειρώτες, ενώ την ίδια περίοδο ορισμένοι κύκλοι καλλιεργούσαν την σύσταση μίας ελληνοαλβανικής ομοσπονδίας. Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτοι αλβανοί εθνικιστές (1877), οι οποίοι με την παρότρυνση της Υψηλής Πύλης και διαστρεβλώνοντας την ιστορία αλλά και την πραγματικότητα προσπαθούν να επηρεάσουν το διεθνές γίγνεσθαι. Αποσπάσματα επιστολών των Φράσερη και Βρυώνη σε ξένα έντυπα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συνάρτηση και με την σημερινή κατάσταση.

Από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897 έως το 1912 και τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεσολαβούν μια σειρά από σημαντικά γεγονότα όπως η έξαρση του αλβανικού εθνικισμού, η ρουμανική προπαγάνδα για τους Βλάχους και η όξυνση των σχέσεων Ελλάδας - Ρουμανίας, η Δήλωση Συνεννοήσεως που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, το κίνημα των Νεότουρκων και η αλλαγή ισορροπιών στα Βαλκάνια, γεγονότα τα οποία περιγράφονται αναλυτικά στο βιβλίο και σηματοδοτούν της εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.                                               

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Ο Α ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι λαοί των Βαλκανίων κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην αρχή το ίδιο έπραξαν και οι Αλβανοί οι οποίοι όμως εν συνεχεία μπροστά στον φόβο της ταχείας προελάσεως των Ελληνικών και Σερβικών στρατευμάτων έγιναν οι μόνοι βαλκάνιοι η οποίοι συνεργάστηκαν με της Οθωμανικές δυνάμεις.

Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1912 έγινε με την πλήρη υποστήριξη της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας  οι οποίες θεωρούσαν τις βαλκανικές δυνάμεις όργανα της ρωσικής πολιτικής και έβλεπαν το αλβανικό κράτος ως ανάχωμα στον σερβικό μεγαλοϊδεατισμό.

Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια τόσο η δράση του Ελληνικού Στρατού στο μέτωπο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ιδιαίτερα υπό την διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, αλλά και ο διπλωματικός μαραθώνιος της Ελληνικής αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο απώτερος στόχος ήταν βεβαίως η απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά και βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους περιγράφεται στις σελίδες του παρόντος βιβλίου.

Στο βιβλίο αναφέρονται από πρωτογενής πηγές όλα τα ιστορικά εκείνα γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων όπως η διαταγή προς όλες τις μεραρχίες, το έγγραφο παραδόσεως του Μπιζανίου, το πρωτόκολλο παραδόσεως των Ιωαννίνων και η ημερήσια διαταγή που εξέδωσε ο Αρχιστράτηγος μετά την θριαμβευτική είσοδο του στην πρωτεύουσα της Ηπείρου.

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 τα Ιωάννινα ήταν πλέον ελεύθερα ύστερα από 480 χρόνια σκλαβιάς. Τον επόμενο μήνα δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Α’ και ο διάδοχος Κωνσταντίνος ορκίστηκε Βασιλιάς της Ελλάδας. Ταυτόχρονα άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες φήμες για μη απόδοση της βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.

 Οι φήμες αυτές ώθησαν την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης της Κορυτσάς να στείλουν στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών και τα άλλα μέλη της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως ένα χαρακτηριστικό υπόμνημα όπου ζητούσαν ουσιαστικά την ένωση τους με την μητέρα πατρίδα. Η επιστολή αυτή όπως και άλλες ιστορικές επιστολές και έγγραφα από εκπροσώπους των βορειοηπειρωτών συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο χάρη στην επίμονη έρευνα του συγγραφέως.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος της βορείου Ηπείρου. Η Χειμάρρα είχε ήδη απελευθερωθεί από Έλληνες εθελοντές με αρχηγό των ήρωα του μακεδονικού αγώνα Σπυρομήλιο, ο οποίος διακρίθηκε για την συμμετοχή του σε όλους τους αγώνες του Έθνους. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η προκήρυξη που εξέδωσε ο ίδιος προς τους Έλληνες αλλά και τους μουσουλμάνους κατοίκους της Χειμάρας μετά την απελευθέρωση της, την οποία ο αναγνώστης θα βρει στο 2ο κεφάλαιο.


Η υποχώρηση του Βενιζέλου απέναντι στις αξιώσεις της Ιταλίας έφερε για ακόμη μία φορά την ρήξη με τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Ωστόσο, ο Ελληνικός Στρατός είχε απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της βορείου Ηπείρου από την Κορυτσά μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος και την Χειμάρρα.

Στο βιβλίο υπάρχει εκτενής αναφορά στις συνεχείς ιταλικές μεθοδεύσεις που αποσκοπούσαν στην προσπάθεια ελέγχου ολόκληρης της Ηπείρου. Τον Μάιο του 1913, ο διάδοχος Γεώργιος περιόδευσε σε όλες της απελευθερωθείσες περιοχές της Ηπείρου, ξεκινώντας από την Κορυτσά, όπου έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Διοργανώθηκαν συλλαλητήρια εξεδόθησαν ψηφίσματα και συνετάχθησαν υπομνήματα τα οποία παραδόθηκαν στον Γεώργιο. Τα περισσότερα εξ αυτών διασώθηκαν, συμπεριλαμβάνονται στο πόνημα του δρος Παπαφλωράτου και αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία της ελληνικότητας της βορείου Ηπείρου κυρίως των περιοχών που δεν αναγνωρίζονται από το Αλβανικό κράτος. Ωστόσο , πληροφορίες από το Λονδίνο έκαναν λόγο για παραχώρηση σχεδόν όλης της βορείου Ηπείρου στο υπό σύσταση αλβανικό κράτος.  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ (1913-1914)

Στις 30 Μαΐου του 1913, υπεγράφη η Συνθήκη του Λονδίνου με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των τεσσάρων βαλκανικών χωρών. Η Αλβανία τελικά κατέστη ανεξάρτητο κράτος και απέκτησε μεγάλες εδαφικές περιοχές της βορείου Ηπείρου προκαλώντας έτσι την δυσαρέσκεια της Ελλάδος. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι υπέγραψαν την συνθήκη κατόπιν προτροπής του Βενιζέλου. Οι βορειοηπειρώτες μη γνωρίζοντας ακόμα τα τεκταινόμενα στο Λονδίνο συνέχιζαν να οργανώνουν συλλαλητήρια και να εκδίδουν ψηφίσματα προκειμένου να απελευθερωθούν και άλλες περιοχές. Οι δυσάρεστες ειδήσεις όμως δεν άργησαν να έρθουν και προκάλεσαν σοκ στο Πανελλήνιο. Τότε οι βορειοηπειρώτες διοργάνωσαν ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο Αργυρόκαστρο στο οποίο συμμετείχαν επίσης οι κάτοικοι του Δελβίνου, της Πρεμετής, του Τεπελενειού και της Χειμάρρας.

Στην ολοκληρωμένη αυτή μελέτη του βορειοηπειρωτικού ζητήματος ο κος Παπαφλωράτος παρουσιάζει για πρώτη φορά άγνωστα στοιχεία και ντοκουμέντα από την μεγάλη προσπάθεια των βορειοηπειρωτών να πείσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις για τα δίκαια αιτήματα τους. Στο 3ο κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στης μέρες του αγώνα 1913-1914 αξίζει κανείς να διαβάσει τις ακροάσεις των βορειοηπειρωτών στις πρεσβείες της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας και στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αγγλίας. Έχει μεγάλη σημασία επίσης η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων προς τους βορειοηπειρώτες και η απάντηση τους αφού προκαλούν τον αναγνώστη να βγάλει σαφή συμπεράσματα όχι μόνο για το ιστορικό παρελθών άλλα και για τις εξελίξεις που έρχονται. Τα κείμενα παρατίθενται αυτούσια μέσα στο βιβλίο.

Τον Ιούλιο του 1913 υπεγράφη ένα άλλο πρωτόκολλο στο Λονδίνο το οποίο ονομάστηκε «Πρωτόκολλων Ανεξαρτησίας και Οργανισμό της Αλβανίας», σύμφωνα με το οποίο αποφασιζόταν η οριστική ίδρυση ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους υπό την ηγεμονία του πρίγκιπα Γουλιέλμου του Wied και θα συστηνόταν επίσης μια διεθνής επιτροπή για την διαχάραξη των συνόρων του νέου κράτους. Η σύσταση της επιτροπής προκάλεσε και την αντίδραση των κατοίκων. Στης 26 Αύγουστου ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως επί του εδαφικού καθεστώτος του νεοσύστατου αλβανικού κράτους που προέβλεπαν την απόδοση της βορείου Ηπείρου στην Αλβανία ενώ αποκλειόταν η διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Δυστυχώς, οι εκκλήσεις και οι ενέργειες των Ηπειρωτών να αποτρέψουν την αδικία εις βάρος ενός λαού δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν από τα μέλη της επιτροπής τα οποία είχαν μεταβεί στην Φλωρεντία. Εκεί, υπεγράφη το ομώνυμο πρωτόκολλο στις 17 Δεκεμβρίου 1913 και επιδίκαζε στην Αλβανία και τις περιοχές Κορυτσάς και  Αργυροκάστρου.

Οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου ο οποίος απείλησε με παραίτηση από τον θρόνο για να αναλάβει τα ηνία του βορειοηπειρωτικού αγώνος. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν τόσο στον βορειοηπειρωτικό όσο και στον Ελλαδικό χώρο είναι συγκλονιστικά και περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια  στο παρόν βιβλίο. Οι αποφάσεις του Βενιζέλου προς συμμόρφωση στης αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων θα προκαλέσουν ισχυρούς κλυδωνισμούς τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ήπειρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

Μέσα από την ιστορική αυτή μελέτη του βορειοηπειρωτικού  ζητήματος ο συγγραφέας αποκαλύπτει αναλυτικά όλα όσα διαδραματίστηκαν εκείνη την περίοδο, φανερά και παρασκηνιακά, παρουσιάζοντας άγνωστα στοιχεία και ντοκουμέντα όπως επιστολές τηλεγραφήματα κ.α. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί επίσης και η προκήρυξη που εξέδωσε ο Σπυρομήλιος για την ανακήρυξη της αυτονομίας της Χειμάρρας μέσα από την οποία ο αναγνώστης δύναται να καταλάβει την ιστορική αδικία αλλά και το πραγματικό εθνικό φρόνημα των Ηπειρωτών.

Ο Ελληνικός Στρατός αναγκάζεται να υποχωρήσει από την βόρειο Ήπειρο, υπακούγοντας στης εντολές του Βενιζέλου. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Το Πανηπειρωτικό Συνέδριο αποφάσισε τη σύσταση της αυτοαποκαλούμενης «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» με επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο και μέλη τους Μητροπολίτες Δρυινουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, Κορυτσάς Γερμανό τον Δημήτριο Δούλη ως υπουργό Στρατιωτικών και τον Ιωάννη Παρμενίδη υπουργό οικονομικών. Η επίσημη ανακήρυξη έγινε την 17η Φεβρουαρίου του 1914. Η ημερομηνία αυτή όπως και η διακήρυξη που εξεδόθη  αποτελούν σημεία αναφοράς για την ιστορία του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.

Ο ενθουσιασμός των κατοίκων και οι εκδηλώσεις που ακολούθησαν στις όχθες του Δρίνου ποταμού, περιγράφονται στις σελίδες του βιβλίου προκαλώντας συγκίνηση στον αναγνώστη ιδιαίτερα την στιγμή που η γαλανόλευκη υπεστάλη και στον ιστό ανυψώθηκε η σημαία της Αυτονομίας.

Η Αθήνα όχι μόνον αρνήθηκε να ενισχύσει με άνδρες ή με οπλισμό τον Αυτονομιακό αγώνα, αλλά διέταξε τον αποκλεισμό του λιμένος των Αγίων Σαράντα ώστε να αποτραπεί ο ανεφοδιασμός των βορειοηπειρωτών. Επίσης, διέταξε να μην γίνονται δεκτά στα τηλεγραφεία τηλεγραφήματα από την βόρειο Ήπειρο, εγκαταλείποντας  τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό στην τύχη του.

Ενδεικτικό του κλήματος που επικρατεί κατά την διάρκεια της αποχώρησης των ελληνικών στρατευμάτων από την βόρειο Ήπειρο αποτελούν και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής με χαρακτηριστικούς τίτλους και αποσπάσματα όπως: «Ὁ Ἑλληνικός Στρατός ἐγκαταλείπει τήν Β. Ἤπειρο. Ἡ Κορυτσά παραδίδεται. Θρῆνος καί σπαραγμός τῶν Κορυτσαίων»).  

Ο αυτονομιακός αγώνας του 1914 αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, το οποίο οι νεώτεροι Έλληνες γνωρίζουν ελάχιστα, καθώς ουδεμία αναφορά υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια. Η εμπεριστατωμένη έρευνα και μελέτη του κου Παπαφλωράτου έρχεται να φωτίσει πολλές πτυχές εκείνης της περιόδου. Ο συγγραφέας περιγράφει το κλίμα που επικρατεί κατά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την βόρειο Ήπειρο, τη συγκίνηση των βορειοηπειρωτών αλλά και των αξιωματικών, τα αναπάντητα ερωτήματα στα χείλη των απλών κατοίκων προσεγγίζοντας έτσι τα ιστορικά γεγονότα μέσα και από την ανθρώπινη πλευρά τους. 

Ωστόσο οι βορειοηπειρώτες είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Χαρακτηριστική και ενδεικτική των προθέσεων τους είναι και η προκήρυξη που εξέδωσε ο Χρηστάκης- Ζωγράφος την 21η Φεβρουαρίου στην οποία μεταξύ άλλων διαβάζουμε : «Ἀγωνιζόμεθα ὑπέρ βωμῶν καί ὑπέρ ἑστιῶν, ἀγωνιζόμεθα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας, τῆς τιμῆς καί τῆς δόξης τῆς προσφιλοῦς μας Ἠπείρου.»


Η στάση της Αθήνας παραμένει άκαμπτη και αποφασισμένη να υπακούσει στης εντολές των Μεγάλων Δυνάμεων. Η διάσταση απόψεων μεταξύ Βασιλέα και Βενιζέλου επανέρχεται στο προσκήνιο. Ο Βενιζέλος παρότρυνε τους βορειοηπειρώτες να μην αντισταθούν στης αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Μόνοι συμπαραστάτες τελικά στον αγώνα των βορειοηπειρωτών στάθηκαν οι εθελοντές από την Ελλάδα, την Κύπρο και οι ομογενείς του εξωτερικού. Οι μάχες που δόθηκαν έναντι των Αλβανών ήταν νικηφόρες με αποτέλεσμα από τον Φεβρουάριο του 1914 και σε διάστημα τριών μηνών να έχει απελευθερωθεί όλη σχεδόν η βόρειος Ήπειρος. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τον Φεβρουάριο του 1914 έως τον Μάιο του 1914 αποτελούν ίσως το ποιο σημαντικό και ενδιαφέρον κεφάλαιο αυτού του βιβλίου. Η αποφασιστικότητα των Ελλήνων της βορείου Ηπείρου και ο δίκαιος αγώνας τους για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα θα αλλάξουν τα δεδομένα στην περιοχή και θα αναγκάσουν όλους τους εμπλεκόμενους να καλέσουν τους εξεγερμένους αυτονομιστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στο πλαίσιο αυτό υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κερκύρας στις 17 Μαΐου 1914. Αυτό αναγνώριζε την Ελληνικότητα της βορείου Ηπείρου, όριζε να ονομάζονται οι κάτοικοι της Ηπειρώτες και όχι Αλβανοί και κατοχύρωνε εκπαιδευτική, διοικητική, δικαστική και θρησκευτική Αυτονομία. Οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας επέμεναν μέχρι τέλους στην επιθυμία τους για ένωση με την Ελλάδα και αρνήθηκαν να επικυρώσουν το Πρωτόκολλο της Κερκύρας. Το πλήρες κείμενο και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5Ο
Ο Α ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ

Στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου ο κος Παπαφλωράτος παρουσιάζει τα πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τύχη της βορείου Ηπείρου κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικότερα, ο συγγραφέας περιγράφει την ανακατάληψη της βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό, στην οποία θα αναφερθεί εκτενέστερα ο Στρατηγός Μπολώσης, αλλά και την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και  της άμεσες συνέπειες της στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα.

Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε νέες καταστάσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή αλλά και στα Βαλκάνια. Την άνοιξη του 1915 η Ιταλία εξέρχεται της ουδετερότητας και προσχωρεί στην Αντάντ. Από την έρευνα και μελέτη των γεγονότων εκείνης της περιόδου ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι η έξοδος της Ιταλίας από την ουδετερότητα ώθησε την Γερμανία να υποβάλει στην ελληνική κυβέρνηση εξόχως δελεαστικές προτάσεις, προκειμένου να παραμείνει ουδέτερη, όπως η απόδοση της βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, κάτι το οποίο είναι ελάχιστα γνωστό. Στην ιστορία της βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα στοιχεία ο κος Παπαφλωράτος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στης διαχρονικές βλέψεις των Ιταλών στην Ήπειρο αποκαλύπτοντας την προσπάθεια τους να αλλάξουν τον ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του αρχηγού του αυστριακού Γενικού Επιτελείου να τριχοτομηθεί η Αλβανία μεταξύ Αυστροουγγαρίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας προκειμένου να εξαλειφθεί η ιταλική παρουσία στην περιοχή. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ίδρυση του αλβανικού κράτους που είχαν επιδιώξει η Αυστρία και η Ιταλία έφερε αντίθετα αποτελέσματα αφού προέκυψε αμέσως το ζήτημα της κηδεμονίας του νεοσύστατου κράτους. Τον Δεκέμβριο του 1915 διεξήχθησαν στην Ελλάδα εκλογές. Κάλπες στήθηκαν και στην βόρειο Ήπειρο, όπου εξελέγησαν 18 βουλευτές. Η τότε κυβέρνηση Σκουλούδη αψήφησε τις αντιδράσεις των Ιταλών και προχώρησε στην επίσημη υποδοχή τους στην Αθήνα σε πανηγυρικό κλήμα. Οι αντιδράσεις της Ρώμης ήταν έντονες αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση να υποχωρήσει προβαίνοντας όμως σε μια ευφυής διπλωματική κίνηση που έφερε σε δύσκολη θέση την Ιταλία και ήταν, όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας, η έκδοση βασιλικών διαταγμάτων με τα οποία δημοσιοποιείται επισήμως η προσάρτηση της βορείου Ηπείρου στο ελληνικό βασίλειο. Η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου και η απόφαση του Βενιζέλου για την συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλάζουν τις ισορροπίες στην περιοχή ανάλογα με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι ιταλικές βλέψεις βέβαια αυτή την περίοδο ήταν πολύ μεγάλες και δεν περιορίζονταν μόνο στην κατάκτηση της βορείου Ηπείρου. Τα ιταλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τα Ιωάννινα και την περιοχή του Μετσόβου, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχαν στην διάθεση τους, όπως περιγράφονται λεπτομερώς στο βιβλίο, για την μεταστροφή και αλλοίωση του φρονήματος του πληθυσμού και όλους τους τρόπους που ήταν δυνατόν να επινοηθούν και να εφαρμοσθούν για την εξάλειψη κάθε τι του ελληνικού στην περιοχή.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο διακανονισμός των διαφορών μεταξύ νικητών και ηττημένων αλλά και των νικητών μεταξύ τους  ανατέθηκε στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων. Στο βιβλίου του δρος Παπαφλωράτου συμπεριλαμβάνονται για πρώτη φόρα όλα τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν και αφορούν στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ιταλίας για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα.

Τον Δεκέμβριο του 1920, η Αλβανία έγινε δεκτή ως μέλος της Κοινωνίας των Εθνών  καταθέτοντας την Μονομερή Διακήρυξη σύμφωνα με την οποία δεσμευόταν για την προστασία των μειονοτήτων στο έδαφος της. Επίσης μετά από ένα έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, το οποίο αναλύεται λεπτομερώς από τον συγγραφέα και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη αναγνωρίζει την αλβανική ανεξαρτησία και ορίζει μία επιτροπή για την διαχάραξη των αλβανικών συνόρων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913 παρά τις αντιρρήσεις της Ελλάδας. Επικεφαλής της επιτροπής τοποθετήθηκε ο Ενρίκο Τελλίνι ο οποίος σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από την ειδική έρευνα του κ. Παπαφλωράτου για το συγκεκριμένο ζήτημα μεροληπτούσε υπέρ των Αλβανών, ακολουθώντας βεβαίως τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου της χώρας του για να διευκολυνθούν οι πιθανές μελλοντικές επιχειρήσεις του ιταλικού στρατού στα Βαλκάνια. Η δολοφονία του Τελλίνι είχε ως αποτέλεσμα την ταπείνωση της Ελλάδας αλλά και τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας με χιλιάδες αθώα θύματα. Πάντως η διαχάραξη των συνόρων συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925, το κείμενο του οποίου υπάρχει στο βιβλίο και αξίζει να σημειωθεί ότι δεν επικυρώθηκε ποτέ από την Ελλάδα. Προς τούτο, αποτελεί μία εκ των αξιώσεων των Αλβανών σήμερα.

Την ίδια περίοδο, ένα άλλο θέμα απασχολεί την περιοχή της Ηπείρου και αφορά τους μουσουλμάνους Τσάμηδες. Έχει ενδιαφέρον να μάθει κανείς μέσα από την ιστορική αυτή μελέτη πως χειρίστηκε η ελληνική πλευρά το θέμα των Τσάμηδων, τι λένε οι αριθμοί και ποία ήταν η μετέπειτα δράση τους στην Ήπειρο. Κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο ελληνισμός της βορείου Ηπείρου υπέστη αφόρητες πιέσεις από το αλβανικό καθεστώς του Ζώγου με στόχο κυρίως τα εκκλησιαστικά, σχολικά και γλωσσικά δικαιώματα του. Οι Έλληνες της περιοχής διεκδικώντας τα δικαιώματα αυτά για τα οποία η Αλβανία είχε δεσμευτεί με την είσοδο της στην Κοινωνία των Εθνών αναγκάστηκαν να απευθυνθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το 1935, το οποίο και τους δικαίωσε. Την περίοδο αυτή πολλοί βορειοηπειρώτες διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν για πολιτικά αδικήματα.  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
ΑΠΟ ΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Σημαντικό σταθμό στην ιστορία του βορειοηπειρωτικού ζητήματος θα αποτελέσει η περίοδος από το 1940 και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, η οποία καταγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου και θα καθηλώσει τον αναγνώστη καθώς ο συγγραφέας επέλεξε να φέρει στο φως άγνωστα, για πολλούς, γεγονότα εκείνης της περιόδου. Η νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, το 1940 και η σταδιακή απελευθέρωση βορειοηπειρωτικών πόλεων θα προκαλέσουν ρίγη συγκίνησης στην Αθήνα, όπως καταγράφεται και στο ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά, αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται στο βιβλίο. Σημειωτέον δε ότι τον Οκτώβριο του 1940 τάγματα Αλβανών συνέπραξαν με τους Ιταλούς εναντίον της Ελλάδας. Μετά την συνθηκολόγηση Τσολάκογλου και την κατάληψη της Ηπείρου από τους Γερμανούς, οι Αλβανοί συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, λεηλατώντας ολόκληρα χωριά της Ηπείρου.

Ωστόσο οι βλέψεις των ιταλών στην Ήπειρο ήταν διαχρονικές όπως επίσης και οι υποσχέσεις τους έναντι των αλβανών γιαυτό και έσπευσαν να ζητήσουν πληροφορίες για την εθνολογική σύσταση της Ηπείρου από τον διευθυντή της Ζωσιμαίας Σχολής. Το υπόμνημα το οποίο ο ίδιος συνέταξε και περιλαμβάνει πίνακες με σημαντικά στοιχεία, έχει μεγάλη ιστορική σημασία και αξίζει κανείς να το διαβάσει καθώς αποτελεί ανάχωμα για τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ήπειρο κυρίως σε ότι αφορά την δράση των αλβανών ιδίως στην Τσαμουριά, αλλά και για το γεγονός ότι αξιοποιήθηκε από την Συνδιάσκεψη της Ειρήνης μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχουν επίσης άγνωστα τηλεγραφήματα και επιστολές της εξόριστης ελληνικής κυβερνήσεως, στα οποία διατυπώνεται η θέση της περί του βορειοηπειρωτικού ζητήματος.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο βιβλίο η στάση και ο ρόλος των Βρεταννών στην ανεξαρτησία της Αλβανίας εις βάρος βεβαίως των αξιώσεων της Ελλάδας για την βόρειο Ήπειρο, υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα αυτό θα εξεταζόταν μεταπολεμικός.

Μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας, για τους περισσότερους από μας, αποτελεί η πρωτοβουλία των Αλβανών να ενωθούν με την Ελλάδα, το 1944. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αλβανών αντιπροσώπων και του Έλληνα αξιωματικού Αθανασίου Χρυσοχόου περιγράφονται για πρώτη φορά με τόση λεπτομέρεια από τον συγγραφέα, προσφέροντας στον αναγνώστη σημαντικά ιστορικά στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο εσωτερικό της Αλβανίας άλλα και για τα κίνητρα αυτής της πρωτοβουλίας. Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν υπό άκρα μυστικότητα και η τελική έκθεση που συνέταξε ο Χρυσοχόου για την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, παρατίθεται στο βιβλίο και έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον.

Τελικά η συμφωνία ναυάγησε καθώς τα γεγονότα και οι συγκυρίες της εποχής δεν ευνόησαν την υλοποίηση της.

Σημαντικό κεφάλαιο στην νεότερη ιστορία της βορείου Ηπείρου αποτελεί το Μέτωπο Απελευθερώσεως Βορείου Ηπείρου Μ.Α.Β.Η στο οποίο οργανώθηκαν και πολέμησαν οι περισσότεροι κάτοικοι της βορείου Ηπείρου από το 1942. Στο βιβλίο υπάρχουν σημαντικά στοιχεία για την ιστορία του ΜΑΒΗ καθώς επίσης και για τις στενές επαφές του με τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα. Ποιος ήταν όμως ο ρόλος του ΕΛΑΣ και των κομμουνιστών απέναντι στον βορειοηπειρωτικό αγώνα και ποια ήταν η σχέση τους με τους Αλβανούς κομμουνιστές ; Διαβάζοντας κανείς την ιστορία αντικειμενικά, όπως καταγράφεται από τον Δρα Παπαφλωράτο, χωρίς παρωπίδες και ιδεολογικές αγκυλώσεις θα βρει και τις απαιτούμενες απαντήσεις.

Την περίοδο της κατοχής η κατάσταση στην βόρειο Ήπειρο ήταν δύσκολη, καθώς οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με τις διώξεις των Αλβανών κομμουνιστών και εθνικιστών. Σύμφωνα με καταγεγραμμένα στοιχεία στο βιβλίο 250 χωριά κάηκαν και περισσότεροι από 2500 άμαχοι δολοφονήθηκαν. Το 1945 επεβλήθη στην Αλβανία το κομμουνιστικό σύστημα και το 1946 ανακηρύχτηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Την ίδια περίοδο η εσωτερική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα ήταν ρευστή. Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβερνήσεως για την απόδοση της περιοχής στην Ελλάδα συνεχίστηκαν σε διεθνές επίπεδο, καθώς το βορειοηπειρωτικό ζήτημα απασχολούσε έντονα την ελληνική κοινή γνώμη όπως αποδεικνύεται από σειρά ψηφισμάτων και διαμαρτυριών, τα οποία ο συγγραφέας έχει παραθέσει στο βιβλίο του. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς οι ΗΠΑ επέλεξαν μια επαμφοτερίζουσα στάση, ενώ η Μεγάλη Βρετανία ακολούθησε μια μάλλον εχθρική πολιτική έναντι της Ελλάδος επί του βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Οι έντονες διαβουλεύσεις της ελληνικής πλευράς, για το θέμα της βορείου Ηπείρου, στην Επιτροπή Συνδιασκέψεως της Ειρήνης καθώς επίσης και η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων και των άλλων κρατών καταγράφονται με απόλυτη ακρίβεια στις σελίδες του βιβλίου ώστε ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να καταλάβει το παιχνίδι συμφερόντων για το οποίο θυσιάστηκε τελικά η βόρειος Ήπειρος.

Μετά τη νίκη του Εθνικού Στρατού στο Γράμμο και στο Βίτσι που σήμανε το τέλος της εθνικής περιπέτειας της περιόδου 1946-1949, ο κομμουνιστής ηγέτης της Αλβανίας Ενβέρ Χότζα έσπευσε να αποστασιοποιηθεί, έστω την τελευταία στιγμή, φοβούμενος μία εισβολή του αναδιοργανωμένου και νικηφόρου Ελληνικού Στρατού στη βόρειο Ήπειρο. Τα επόμενα χρόνια, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις παραμένουν τεταμένες. Το 1959, το αλβανικό κράτος αφαίρεσε την ελληνική εθνικότητα από τους κατοίκους τριών ελληνικών χωριών της περιοχής της Χειμάρρας. Το 1967, η Αλβανία κατέστη το πρώτο αθεϊστικό κράτος παγκοσμίως. Το 1975, θεσπίστηκε στην Αλβανία ο νόμος περί αλλαγής των ονομάτων και επωνύμων ως μία ακόμη προσπάθεια αφελληνισμού των βορειοηπειρωτών. Τα γεγονότα αυτά, όπως και άλλα πολλά τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο, αποτελούν ενδεικτικό των προθέσεων του αλβανικού κομμουνιστικού καθεστώτος έναντι των Ελλήνων της βορείου Ηπείρου. Δυστυχώς, οι προθέσεις αυτές είναι διαχρονικές και η ίδια ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται ακόμα και σήμερα. Σταδιακά, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις αποκαθίστανται και η δεκαετία του 80 μπορεί να χαρακτηρισθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα ως η «χρυσή εποχή» των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Αλβανίας δίνοντας έμφαση στον πολιτιστικό τομέα. Ουδεμία νύξη γίνεται όμως από τις επίσημες ελληνικές κυβερνήσεις για τους καταπιεσμένους βορειοηπειρώτες με εξαίρεση τον αγώνα του αείμνηστου Σεβαστιανού και την επίσημη τοποθέτηση της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993 ο οποίος έθεσε 6 σημεία ως προϋπόθεση για την βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας – Αλβανίας χαράσσοντας επιτέλους σοβαρή εθνική πολιτική για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα όπως επεσήμανε και ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός σε δηλώσεις του.

Το 1994, οι σχέσεις των δυο κρατών έφθασαν στα άκρα μετά το αιματηρό επεισόδιο της Επισκοπής προκαλώντας μαζικές συλλήψεις και ανακρίσεις βορειοηπειρωτών καθώς και την φυλάκιση των πέντε ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας.

Το 1997 το σκάνδαλό των πυραμίδων θα φέρει την Αλβανία στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η Αθήνα επί κυβερνήσεως Σημίτη έχασε άλλη μια ευκαιρία να υπερασπιστεί τα δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας.

Σήμερα, η Αλβανία αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ και επιθυμεί την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, εγείρει συνεχώς θέματα που προκαλούν εντάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών. Τα ιστορικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο προκαλώντας τον προβληματισμό όλων μας για τις εξελίξεις του μέλλοντος.


Οι αλυτρωτικές αξιώσεις της Αλβανίας τα τελευταία χρόνια, σε επίσημο πλέον επίπεδο, σε συνδυασμό με τα ανοιχτά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών προκαλούν έντονη ανησυχία. Η υποχωρητική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, τα τελευταία χρόνια, έναντι των εθνικών θεμάτων και η απουσία ενιαίας εθνικής πολιτικής στρατηγικής για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα συντείνουν στην συρρίκνωση ή ακόμη και τον αφανισμό ενός γηγενούς πληθυσμού, που διαβιεί στην περιοχή εδώ και 3000 χρόνια ως αναπόσπαστο κομμάτι της ενιαίας Ηπείρου.

Η έρευνα και η μελέτη του δρος Παπαφλωράτου αποτελεί ένα σημαντικό μέσον αφυπνίσεως της ελληνικής κοινής γνώμης και όχι μόνο, καθώς αναδεικνύει το βορειοηπειρωτικό ζήτημα προσεγγίζοντας το αντικειμενικά, βάσει στοιχείων και σημαντικών εγγράφων που διασώθηκαν μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Τέλος, αποτελεί μία σαφή απάντηση στις ανιστόρητες προκλήσεις της Αλβανίας και υπενθυμίζει το χρέος της Ελλάδας απέναντι σε μία από τις «Αλύτρωτες Πατρίδες».                                                       
                              
* Γ.Γ. της Κίνησης για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου – Κ.Α.Β.Η.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου