Της Αθηνάς Κρεμμύδα* - 18/03/2018
Με ιδιαίτερη χαρά, τιμή και συγκίνηση, ως Ηπειρώτισσα, απεδέχθην την πρόταση του καθηγητού Δρος Ιωάννη Παπαφλωράτου να παρουσιάσω το βιβλίο του υπό τον τίτλο «Ο Ελληνισμός της βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα». Ο συγγραφέας ευελπιστεί να μεταφέρει στην σημερινή γενιά, αλλά και τις επερχόμενες, τον ενιαίο χαρακτήρα της Ηπείρου, τον εθνικό παλμό και τον μεγαλειώδη αγώνα σύσσωμου του ελληνισμού για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων της βορείου Ηπείρου και την ένωση τους με την Ελλάδα. Η έρευνα, η μελέτη και η ορθή αξιολόγηση του ιστορικού υλικού αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωση αυτού του πονήματος. Η αναδρομή σε μεγάλες χρονικές περιόδους και η έκταση του περιεχομένου του βιβλίου καθόρισαν και την δομή του, καθώς ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη μελέτη της ιστορίας της βορείου Ηπείρου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια στα οποία καταγράφονται γνωστά και άγνωστα γεγονότα που συνθέτουν την πλούσια ιστορία του ελληνισμού της Ηπείρου.
Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην ιστορία της ενιαίας Ηπείρου, στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της όπως επίσης στον βίο και τον πολιτισμό των κατοίκων της που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της περιοχής, από αρχαιοτάτων χρόνων, μέσα από επιστημονικές μελέτες και ιστορικά έγγραφα. Επίσης, περιγράφεται η προσπάθεια επιβίωσης του ηπειρωτικού ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, η απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου το 1912-1913 και οι συνεχείς ιταλικές μεθοδεύσεις που αποσκοπούσαν στην προσπάθεια ελέγχου της περιοχής αποτελούν το αντικείμενο μελέτης του 2ου κεφαλαίου.
Το 3ο κεφάλαιο του έργου πραγματεύεται την δημιουργία του βορειοηπειρωτικού ζητήματος, την σύσταση του αλβανικού κράτους ως ικανοποίηση των συμφερόντων κυρίως δυο εκ των Μεγάλων Δυνάμεων, κατά παράβαση όλων των αρχών και κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, και την εκκένωση της βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό.
Στο 4ο κεφάλαιο περιγράφεται η εξέγερση των βορειοηπειρωτών εναντίων της αποφάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων να εκχωρήσουν την περιοχή τους στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, γεγονός που οδήγησε στην συγκρότηση της «Προσωρινής Κυβερνήσεως της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου». Οι νίκες του Αυτονομιακού Στρατού εναντίον των αλβανικών τμημάτων οδήγησαν στη σύναψη ανακωχής και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας που παρείχε αυτονομία στις επαρχίες της βορείου Ηπείρου.
Τα πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τύχη της βορείου Ηπείρου από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον στο 5ο κεφάλαιο.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου περιγράφεται η περίοδος από το 1940 έως σήμερα. Άγνωστες πτυχές της νεότερης ιστορίας έρχονται στο φως από τον συγγραφέα προσελκύοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Το έργο του κ. Παπαφλωράτου αποτελεί μια σημαντική πηγή γνώσης για όλους τους Έλληνες, κυρίως για την νέα γενιά, καθώς οι ιστορικές μνήμες, όπως μεταφέρονται από τον συγγραφέα, είναι οι φάροι που προφυλάσσουν από καινούρια ναυάγια και εθνικές συμφορές. Επίσης, είναι η συνάντηση παρελθόντος και παρόντος με σκοπό την κατάκτηση του μέλλοντος. Η Ήπειρος, ως κοιτίδα του αρχαίου ελληνισμού, διαθέτει μία πλούσια και μακραίωνη ιστορία την οποία όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η ιστορία της Ηπείρου ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα του ελληνισμού. Από αρχαιοτάτων χρόνων, η Ήπειρος ήταν ιστορικά, εθνολογικά και γεωγραφικά ενιαία και αδιαίρετη. Αυτό αποδεικνύεται από πλήθος ιστορικών στοιχείων, αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο τονίζοντας έτσι τον ενιαίο χαρακτήρα της Ηπείρου και αποτελώντας αδιάψευστα στοιχεία για της μετέπειτα αδικίες που επακολούθησαν.
Ο διαχωρισμός της σε νότια και βόρεια Ήπειρο, όπως ορθώς αναφέρει ο συγγραφέας, είναι καθαρά τεχνικό κατασκεύασμα της ξένης διπλωματίας που έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τους γεωγράφους της εποχής, τα όρια της Ηπείρου έφταναν μέχρι τον Γενούσιο ποταμό ή και βορειότερα μέχρι την Επίδαμνο.
Στο βιβλίο περιγράφεται ο κοινός βίος όλων των Ηπειρωτών όπως η συμμετοχή τους σε πολιτιστικές, αθλητικές και θρησκευτικές τελετές αλλά και στην σπουδαία ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Δεν θα μπορούσε βεβαίως ο συγγραφέας να παραλείψει και την εποχή του βασιλέως Πύρρου όταν η Ήπειρος γνώρισε το απώτατο όριο της ακμής της.
Σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Ηπείρου είναι ο εκχριστιανισμός των Ηπειρωτών με δικούς τους μάρτυρες ανάμεσα τους και βορειοηπειρώτες, οι οποίοι αναφέρονται στο βιβλίο.
Αξίζει όμως μέσα από αυτή την ιστορική μελέτη να μάθει κανείς πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα αλβανικά φύλα στην βόρεια Αλβανία και πότε οι Γκέγκηδες στην Ήπειρο, αποκρούοντας έτσι τα σημερινά αλυτρωτικά επιχειρήματα των Αλβανών.
Η εποχή της τουρκοκρατίας στην Ήπειρο από τα μέσα του 15ου αιώνα θα σηματοδοτήσει μία ολόκληρη εποχή εξελίξεων, οι οποίες καθόρισαν τελικά και την τύχη των Ηπειρωτών στο μέλλον. Σημαντική προσωπικότητα αντίστασης κατά των Τούρκων αναδεικνύεται ο Γεώργιος Καστριώτης του οποίου πουθενά δεν αποδεικνύεται η αλβανική καταγωγή σύμφωνα με πηγές και μαρτυρίες που ο συγγραφέας καταγράφει στο βιβλίο.
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, ο βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από τα μοναστήρια, τις βιβλιοθήκες, τα εκπαιδευτήρια και άλλα μορφωτικά ιδρύματα. Επίσης, βορειοηπειρώτες έλαβαν μέρος στα Ορλωφικά και το κίνημα του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου Φιλοσόφου, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου και έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σημαντική υπήρξε και η προσφορά των βορειοηπειρωτών στην Φιλική Εταιρία και στην επανάσταση του 1821 όπου πολλοί β/τες διακρίθηκαν. Στο βιβλίο θα διαβάσετε τα ονόματα ορισμένων εξ αυτών.
Στις 30 Οκτωβρίου 1828, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε όπως συμπεριληφθεί και η βορ. Ήπειρος στο υπό σύσταση Ελληνικό κράτος με επιστολή διαμαρτυρίας στα μέλη της Διασκέψεως των Πρεσβευτών. Τελικά, ολόκληρη η Ήπειρος παρέμεινε εκτός των ορίων του Ελληνικού βασιλείου για να επανέρθει ξανά το θέμα στο προσκήνιο με αφορμή τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο 1877-78. Το διπλωματικό παρασκήνιο που ανάγκασε την Ελλάδα να εξέλθει της ουδετερότητας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποκαλύπτει για πρώτη φόρα τις βλέψεις των Ιταλών για την Ήπειρο,και τα συνεχή προσκόμματα της Ρώμης για την απελευθέρωση της. Ο ρόλος της Ιταλίας και η προσπάθεια διεισδύσεώς της στην Ήπειρο περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον συγγραφέα, παραθέτοντας στοιχεία, ημερομηνίες και γεγονότα που αποδεικνύουν το διαχρονικό ενδιαφέρον της Ιταλίας για τα παράλια της Ηπείρου. Η πολιτική της Ρώμης ξεσήκωσε τους Ηπειρώτες, ενώ την ίδια περίοδο ορισμένοι κύκλοι καλλιεργούσαν την σύσταση μίας ελληνοαλβανικής ομοσπονδίας. Παράλληλα κάνουν την εμφάνιση τους οι πρώτοι αλβανοί εθνικιστές (1877), οι οποίοι με την παρότρυνση της Υψηλής Πύλης και διαστρεβλώνοντας την ιστορία αλλά και την πραγματικότητα προσπαθούν να επηρεάσουν το διεθνές γίγνεσθαι. Αποσπάσματα επιστολών των Φράσερη και Βρυώνη σε ξένα έντυπα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συνάρτηση και με την σημερινή κατάσταση.
Από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897 έως το 1912 και τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεσολαβούν μια σειρά από σημαντικά γεγονότα όπως η έξαρση του αλβανικού εθνικισμού, η ρουμανική προπαγάνδα για τους Βλάχους και η όξυνση των σχέσεων Ελλάδας - Ρουμανίας, η Δήλωση Συνεννοήσεως που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, το κίνημα των Νεότουρκων και η αλλαγή ισορροπιών στα Βαλκάνια, γεγονότα τα οποία περιγράφονται αναλυτικά στο βιβλίο και σηματοδοτούν της εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Ο Α ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Οι λαοί των Βαλκανίων κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην αρχή το ίδιο έπραξαν και οι Αλβανοί οι οποίοι όμως εν συνεχεία μπροστά στον φόβο της ταχείας προελάσεως των Ελληνικών και Σερβικών στρατευμάτων έγιναν οι μόνοι βαλκάνιοι η οποίοι συνεργάστηκαν με της Οθωμανικές δυνάμεις.
Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1912 έγινε με την πλήρη υποστήριξη της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας οι οποίες θεωρούσαν τις βαλκανικές δυνάμεις όργανα της ρωσικής πολιτικής και έβλεπαν το αλβανικό κράτος ως ανάχωμα στον σερβικό μεγαλοϊδεατισμό.